- ἀτίετος
- ἀτίετοςunhonouredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατίετος — ἀτίετος, ον (Α) 1. παθ. αυτός που δεν τον τιμά κανείς, περιφρονημένος 2. εκείνος που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τίω «απονέμω σε κάποιον τιμή». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ αντιδιαστολή προς το άτιτος*] … Dictionary of Greek
ἀτίετον — ἀτίετος unhonoured masc/fem acc sg ἀτίετος unhonoured neut nom/voc/acc sg ἀ̱τίετον , ἀτίζω not to honour imperf ind act 2nd dual (doric aeolic) ἀτίζω not to honour pres imperat act 2nd dual ἀτίζω not to honour pres ind act 3rd dual ἀτίζω not to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτίετα — ἀτίετος unhonoured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρύγετος — ἀτρύγετος, ον (Α) 1. άκαρπος, άγονος 2. ακαταπόνητος 3. λαμπρός, καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ άλλους, συνδέεται με το τρύω και… … Dictionary of Greek
kʷei-1(t) — kʷei 1(t) English meaning: to observe; to appreciate Deutsche Übersetzung: “worauf achten”; out of it einerseits “ehrerbietig beobachten, scheuen, ehren”, andrerseits “animadvertere, punish, curse, rächen, bũßen; Sũhne, Geldstrafe,… … Proto-Indo-European etymological dictionary